- καλυκάγρα
- η арт. выбрасыватель, экстрактор (стреляных гильз)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλυκάγρα — η στρ. όργανο με το οποίο έλκεται και εξάγεται από το κοίλο των πυροβόλων ο κάλυκας, αλλ. καλυκουλκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + άγρα «κυνήγι»] … Dictionary of Greek
καλυκουλκός — ο η καλυκάγρα* [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ ουλκός, κοχλιουλκός] … Dictionary of Greek